ἐκβάσης

ἐκβάσης
ἔκβασις
way out of
fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἐκβά̱σης , ἐκβαίνω
step out of
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσόβηση — η (ΑΜ ἀποσόβησις) [αποσοβώ] η παρεμπόδιση ή αποτροπή συνήθως κάποιου ανεπιθύμητου γεγονότος ή κάποιας ανεπιθύμητης έκβασης …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …   Dictionary of Greek

  • προδιαγόρευσις — εύσεως, ή, Α ακριβής πρόβλεψη τής καλής ή τής κακής έκβασης μιας αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαγόρευσις (< διαγορεύω «ορίζω ρητώς, πιστοποιώ»)] …   Dictionary of Greek

  • προσδοκώ — (I) προσδοκῶ, άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο κατηγορία τού συντακτικού… …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • αχλάδα — η μεγάλο αχλάδι· παροιμ. φράση «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», θα ρθει η ώρα της δυσάρεστης έκβασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”